- βερεμιάζω
- 1. μετ. делать хилым, болезненным;2. αμετ. 1) чахнуть; 2) ныть; хандрить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βερεμιάζω — [βερέμης] 1. γίνομαι φυματικός 2. μεταδίδω φυματίωση σε κάποιον … Dictionary of Greek